θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδηρόλιθος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται ένας μετεωρίτης, του οποίου το πέτρωμα και το κράμα σίδηρου νικέλιου βρίσκονται σε ίσες περίπου αναλογίες και το ορυκτό με την επιστημονική ονομασία τριοξείδιο του σίδηρου, που αποτελεί στιφρή και γεώδη παραλλαγή… … Dictionary of Greek
σουλφαμικός — και σουλφαμινικός ή, ό, Ν φρ. «σουλφαμικό οξύ» και «σουλφαμινικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, μονοβασικό οξύ που παρασκευάζεται με επίδραση αέριας αμωνίας σε τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfamic (acid) < sulf(o) (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
τριτοξείδιο — το, Ν χημ. το τριοξείδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + οξ(ε)ίδιο] … Dictionary of Greek
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
φθοριοσουλφονικός — ή, ό, Ν φρ. «φθοριοσουλφονικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού θείου, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση άνυδρου υδροφθορίου στο θειικό οξύ ή στο τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. (acid)… … Dictionary of Greek
βαρίτης — Οξείδιο BaO ή υδροξείδιο Ba (ΟΗ)2 βαρίου. Β. λέγεται και ορυκτό, που βρίσκεται σε κρυστάλλους του ρομβικού κρυσταλλικού συστήματος και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη για την παραγωγή του βαρίου και των ενώσεών του. Έχει σκληρότητα 3 βαθμών, ειδικό… … Dictionary of Greek
βολφράμιο ή τουνγκστένιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το… … Dictionary of Greek