τριοξείδιο

τριοξείδιο
το, Ν
χημ.
χημική ένωση, οξείδιο τού οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα οξυγόνου, στο μόριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγ. trioxide < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + oxide (βλ. λ. οξ[ε]ίδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τριοξείδιον, μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλέμ. Κομνηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόλιθος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται ένας μετεωρίτης, του οποίου το πέτρωμα και το κράμα σίδηρου νικέλιου βρίσκονται σε ίσες περίπου αναλογίες και το ορυκτό με την επιστημονική ονομασία τριοξείδιο του σίδηρου, που αποτελεί στιφρή και γεώδη παραλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • σουλφαμικός — και σουλφαμινικός ή, ό, Ν φρ. «σουλφαμικό οξύ» και «σουλφαμινικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, μονοβασικό οξύ που παρασκευάζεται με επίδραση αέριας αμωνίας σε τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfamic (acid) < sulf(o) (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • τριτοξείδιο — το, Ν χημ. το τριοξείδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + οξ(ε)ίδιο] …   Dictionary of Greek

  • τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… …   Dictionary of Greek

  • φθοριοσουλφονικός — ή, ό, Ν φρ. «φθοριοσουλφονικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού θείου, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση άνυδρου υδροφθορίου στο θειικό οξύ ή στο τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. (acid)… …   Dictionary of Greek

  • βαρίτης — Οξείδιο BaO ή υδροξείδιο Ba (ΟΗ)2 βαρίου. Β. λέγεται και ορυκτό, που βρίσκεται σε κρυστάλλους του ρομβικού κρυσταλλικού συστήματος και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη για την παραγωγή του βαρίου και των ενώσεών του. Έχει σκληρότητα 3 βαθμών, ειδικό… …   Dictionary of Greek

  • βολφράμιο ή τουνγκστένιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”